- γόμφωσις
- γόμφωσιςbolting togetherfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γομφώσεις — γόμφωσις bolting together fem nom/voc pl (attic epic) γόμφωσις bolting together fem nom/acc pl (attic) γομφόω fasten with bolts aor subj act 2nd sg (epic) γομφόω fasten with bolts fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμφωσιν — γόμφωσις bolting together fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμφωση — η (AM γόμφωσις) [γομφώ] στερέωση με γόμφους νεοελλ. 1. η άρθρωση τής ρίζας τών δοντιών με το φατνίο 2. μεταλλικό κατασκεύασμα που στερεώνεται στο ποδόστυμα τού πλοίου … Dictionary of Greek
επιγόμφωσις — ἐπιγόμφωσις, η (Μ) σύνδεση, συναρμογή με γόμφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γόμφωσις (< γόμφος «πάσσαλος»)] … Dictionary of Greek
γομφώσεως — γομφώσεω̆ς , γόμφωσις bolting together fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)